Κυπριακές Φορεσιές

Επίσης η σημασία της σωστής παραδοσιακής φορεσιάς  είναι μεγάλη γιατί από τη φορεσιά μπορεί κανείς να καταλάβει και να κατανοήσει τις αξίες της κοινωνίας, την προσωπικότητα των κατοίκων, τις συνθήκες που επικρατούσαν στον χώρο και γενικά να καταλάβει τους ανθρώπους ή να πάρει τουλάχιστον μια γεύση απ’ αυτούς.

Η παραδοσιακή κυπριακή φορεσιά, το σύνολο δηλαδή των ενδυμάτων που φορούσαν οι Κύπριοι για αιώνες, έντυναν τους Κύπριους μέχρι και το τέλος του  19ου, αρχές του 20ου αιώνα, οπόταν και άρχισε να εγκαταλείπεται.  Η σταδιακή εγκατάλειψή της οφείλεται κατά κύριο λόγο στην εισαγωγή ξένων, κυρίως αγγλικών ενδυμάτων, κατά τη διάρκεια της αγγλικής κατοχής και κατά δεύτερο λόγο, ότι τα εισαγόμενα ήταν πιο φθηνά και δεν απαιτούσαν καθόλου χρόνο να φτιαχτούν,  όπως τα κυπριακά που ήταν χειροποίητα στη βούφα.  Επίσης στο νησί άρχισε να κερδίζει έδαφος ο ευρωπαϊκός τρόπος ντυσίματος.

Η κυπριακή ενδυμασία χαρακτηρίζεται από την άνεση, την ασφάλεια, την ομορφιά και τη χάρη που προσφέρει σ’ αυτούς που την φορούσαν.  Τα υλικά τα οποία χρησιμοποιούσαν για τις φορεσιές ήταν το βαμβάκι, το μετάξι σε επιτόπια παραγωγή.   Το πιο χαρακτηριστικό ύφασμα για τα εξωτερικά κομμάτια φορεσιάς ήταν η «αλατζιά» (βαμβακερό υφαντό) συνήθως με άσπρη βάση και λεπτές κατακόρυφες ή σταυρωτές ρίγες στους παραδοσιακούς χρωματισμούς, βαθύ κόκκινο, μπλε, κίτρινο, πορτοκαλί, πράσινο.

Για τα καθημερινά αντρικά πουκάμισα και τα γυναικεία φορέματα οι «αλατζιές» ήταν συνήθως μπλε με άσπρες ρίγες.

Η λέξη «αλατζιάς» χρησιμοποιείτο και για άνθρωπο που πολύ εύκολα αλλάζει ιδέες για προσωπικό όφελος.  Δηλαδή έχει δύο όψεις.

Γυναικείες φορεσιές

Βασικά διακρίνουμε, στην γυναικεία ενδυμασία τρεις τύπους στολών.

Τη «σαγιά», το «φόρεμα» και την «αστική» ή «Λευκωσιάτικη» φορεσιά.
Η λεγομένη «σαγιά» ήταν φόρεμα ανοικτό μπροστά με πλαϊνά ανοίγματα που φοριόταν μέχρι και τον 19ο αιώνα και που αφήνει να φαίνεται το πουκάμισο από μέσα.  Η λέξη πιθανόν έχει γαλλική προέλευση (sayon) και καθιερώθηκε μάλλον κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας.  Μέσα από την σαγιά φοριόταν το πουκάμισο το οποίο ήταν μακρύ μέχρι κάτω στα πόδια.  Το πουκάμισο το έλεγαν και «σάρκα» επειδή φοριόταν πάνω από το δέρμα.

Οι νέες κοπέλες διακοσμούσαν το πουκάμισό τους και με χρωματιστές χάντρες, τις λεγόμενες «ψιλλίτσες» ή «λελλέτσες». Από κάτω οι γυναίκες φορούσαν μακριά βρακιά

που σκεπάζουν τα πόδια μέχρι την πατούσα λόγω του ότι την εποχή εκείνη η γυναίκα εξαιτίας του συντηρητικού κοινωνικού χαρακτήρα έπρεπε να σκεπάζει όλο της το σώμα. Στην άκρια (περίπου στην κνήμη και μέχρι τον αστράγαλο) τα βρακιά ήταν κεντημένα με διάφορα κεντήματα.  Στο κάτω μέρος των δύο «ποϊναρκών», στους αστραγάλους, είχε σούρες, τα λεγόμενα «φουκάρκα».

Η «σαγιά» ήταν καμωμένη με πολύτιμα υφάσματα, όπως χρυσούφαντα μεταξωτά ή δαμασκηνό. Χρησιμοποιούσαν ακόμη μεταξωτό ριγωτό ύφασμα από την Συρία, τη σαμ αλατζιά, το οποίο αντέγραψαν οι ντόπιες υφάντριες.  Η σαγιά διέφερε από τόπο σε τόπο, αλλά όχι σε μεγάλο βαθμό.  Η σαγιά καθιερώθηκε να λέγεται και «Καρπασίτικη» (περιοχή της Κύπρου στα ανατολικά).

Το «φουστάνι» ή «φόρεμα»  ήταν μονοκόμματο φόρεμα με μέση ή πιέτες και φαρδιά σουρωτή μέση το οποίο επικράτησε ως εξωτερικό ένδυμα σε αγροτικές περιοχές της Κύπρου. Ιδιαίτερα στην πεδιάδα και ορεινά. Φοριόταν σε όλη την Κύπρο με κάποιες παραλλαγές χρωμάτων, ανάλογα με την περιοχή και τη χρήση. Για παράδειγμα στα ορεινά επικρατούσαν τα σκούρα χρώματα, ενώ στην πεδιάδα τα ζωηρά χρώματα της φύσης. Ποικιλία υπήρχε επίσης στη διακόσμηση του ανοίγματος μπροστά στο στήθος, στην «τραχηλιά» που ήταν απαραίτητα για το θηλασμό. Μαζί με το φουστάνι έβαζαν κεντημένη ποδιά και απλή με τα  καθημερινά ρούχα.

Η «αστική» ή «φορεσιά Λευκωσίας»  επικράτησε στο 2ο μισό του 19ου αιώνα. Αποτελείται από πλατιά μεταξωτή φούστα, κοντή εφαρμοστή ζακέτα με μανίκια, την σάρκα (όπως περιγράφηκε προηγουμένως) και το φέσι ή μαντήλι.   Στο κεφάλι φορούσαν φέσι με πλούσιο «αλόκοτο» ή ένα μαντήλι με φιόγκο στο πλάι. Στο κεφάλι έδεναν συνήθως το μαντήλι ή κουρούκλα το οποίο συγκρατούσε τα μαλλιά και το οποίο έδενε φιόγκο στο πλάι και άφηνε να φαίνεται η «πιπίλλα» (δαντέλα) στην άκρια.

Τα μαλλιά τους οι κοπέλες συνήθως τα χώριζαν στη μέση και τα έμπλεκαν σε δύο μακριές πλεξούδες, τα «βρουλιά».  Όταν έκαναν μια πλεξούδα την ονόμαζαν «βρούλλον».

Ήταν πολύ σημαντικό την τότε εποχή να έχουν  οι  κοπέλες μακριά μαλλιά.

Δεν θεωρείτο καλό για μια κοπέλα να κόψει κοντά τα μαλλιά της γιατί ήταν   ανήθικο

Tα μαλλιά τους τα σκέπαζαν με το «μαντήλι του σκουφώματος» και το εξωτερικό μαντήλι. Ήταν τετράγωνα πολύχρωμα λεπτά μαντήλια που σκέπαζαν όλο το πρόσωπο, τα αφτιά μέχρι τα φρύδια.

Το μαντήλι της μέσης («κόξας») ήταν μάλλινο χρωματιστό με κλώσια στις άκριες.  Χρησιμοποιούσαν και μαντήλι κόκκινο με ππούλια στη μια γωνιά.

Όσον αφορά τη νυμφική στολή, σε μεγαλοχώρια της Κύπρου χρησιμοποιείτο η στολή της πόλης, ενώ στον αγρό χρησιμοποιείται το φόρεμα με την προσθήκη μερικών κοσμημάτων και το κόκκινο μαντήλι το οποίο διέκρινε την νύμφη από τις άλλες προσκαλεσμένες. Στην Καρπασία η νυμφική στολή είναι καμωμένη από «αλατζιά» σε καφέ χρωματισμό και φέρει πλούσιο απλικέ κέντημα από χρυσοκλωστή και κομμάτια χρωματιστής τσόχας.  Κάτω από τη σαγιά φαίνεται ένα ολομέταξο πουκάμισο και τα ποδινάρια του βρακιού έχουν συμπαγές υφαντό κέντημα του αργαλειού ή και κεντητό.

Τα κοσμήματα συμπλήρωναν την γιορταστική ενδυμασία όπως και σε άλλες περιοχές της Κύπρου. Διάφορες αλυσίδες, ο σταυρός, τα περιδέραια, τα χρυσά σκουλαρίκια, τα βραχιόλια και τα δακτυλίδια.

Αντρικές φορεσιές:

Βράκα:   Ήταν κατασκευασμένη από χοντρό δίμιτο βαμβακερό υφαντό  της βούφας και έραβαν αρκετά κομμάτια για να είναι μεγάλη και φουντωτή, γι’ αυτό όπως λέγει και το κυπριακό τραγούδι:

Την γέρημην την βράκαν που κάμνει τρίκκι τράκκα.

τζ΄ήρτεν ο κάβαλλος μακρής τζι’ εσάριζεν την στράταν

Σαράντα πήχες δίμιτο έκαμαν μου μια βράκα

Η λέξη «δίμιτον» προέρχεται από το αριθμητικό δύο και το ουσιαστικό μίτος επειδή το ύφασμα ήταν διπλής ύφανσης.

Το πανί της βράκας ήταν συνήθως πάντοτε άσπρο και είχε ειδικούς πογιατζήδες που τις έβαφαν συνήθως μαύρες.  Στο πάνω μέρος ήταν «προσιαστή», δηλαδή σούρες -σούρες και από μέσα περνούσαν ένα μεγάλο κορδόνι για να δένεται.  Το κορδόνι αυτό συνήθως ήταν από φυτίλι και το έλεγαν «βρακοζώνι».  Άλλη ονομασία  για το κορδόνι  που έδεναν τη βράκα ήταν «φακαρόνα».  Η θηλιά που κατασκευαζόταν στο πάνω μέρος για να περνά η βρακοζώνα ονομαζόταν «βρακοθηλιά» ή «βρακοχηλιά». Υπήρχαν τα δύο ανοίγματα στο κάτω μέρος για να περνούν τα πόδια και έφθαναν μέχρι κάτω από τα γόνατα.

Η βράκα αποτελείται από τη «σέλλα» ή «βάκλα»στο πίσω μέρος, η οποία ανασηκώνεται προς τα πίσω, κύρια όταν χόρευαν.  Βάκλα ονόμαζαν τη λιπώδη ουρά του προβάτου και ήθελαν με αυτό τον τρόπο να την παρομοιάσουν με το σχήμα της βράκας στο πίσω μέρος.   Βάκλα επίσης ονόμαζαν τη ράβδο με την οποία ράβδιζαν τα χαρούπια και τις ελιές για να τα μαζέψουν.  Το ίδιο ονόμαζαν και τα οπίσθια παχουλής γυναίκας ή και άντρα.  Η λέξη προέρχεται από το αρχ. βάκτρον ή βακτηρία.  Πιθανόν όμως να προέρχεται από τη λατινική baculus=ραβδί.

Η βράκα φοριόταν και σε αρκετά άλλα ελληνικά νησιά.  Η καταγωγή της δεν είναι γνωστή και δεν είναι σίγουρο από που εισάχθηκε, ούτε και πότε χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στην Κύπρο.

Η βράκα διέφερε από τόπο σε τόπο.  Κατά κύριο λόγο στις πεδιάδες και ιδιαίτερα στη Μεσαορία η βράκα ήταν πολύ μακριά και συνοδευόταν από παντούφλες (σκάρπες) ή χαμηλά υποδήματα, ενώ στα ορεινά ήταν κοντύτερη και συνοδευόταν από ποδίνες. Αυτό γινόταν για πρακτικούς λόγους, διότι βόλευε καλύτερα τις κινήσεις των ανθρώπων, ανάλογα με την περιοχή.

Υποκάμισο ή πουκάμισο:  Τα  «καλά» υποκάμισα συνήθως ήταν μεταξωτά της βούφας χρώματος άσπρου και τα χρησιμοποιούσαν στους γάμους και σε άλλες εορταστικές εκδηλώσεις.

Υπήρχαν επίσης τα σκουρόχρωμα ριγωτά ταϊστά και τα έραβαν και αυτά οι ράφταινες.  Για τις εργασίες είχε και άλλα υφάσματα πιο φθηνά και ήταν συνήθως σκούρου χρώματος. Παλιά τα υποκάμισα δεν είχαν γιακάδες, μετά σιγά-σιγά άρχισαν να βάζουν και γιακάδες.

Κάτω από το γιλέκο φορούσαν βαμβακερό πουκάμισο τις καθημερινές, ενώ τις Κυριακές μεταξωτό «ταϊστό».

Το γιλέκο ή ζιμπούνι: αποτελούσε τη ζακέτα της φορεσιάς και γινόταν όπως και το γυναικείο εξωτερικό ένδυμα με υφαντή «αλατζιά» σε διάφορες παραλλαγές.
Ήταν  διακοσμημένο με χρωματιστά κεντήματα,  ενώ τα καθημερινά γιλέκα ήταν σκουρόχρωμα και απλά.   Τα αστικά γιλέκα  γίνονταν από μάλλινο μαύρο ύφασμα ή και βελούδο και είχαν πλούσια διακόσμηση με  επίρραπτο μεταλλικό σύρμα.

Το γαμπριάτικο γιλέκο γινόταν συνήθως από σκουρόχρωμο βελούδο, ενώ η πλάτη είχε ζωηρόχρωμες κεντημένες παραστάσεις, όπως πουλιά, λιοντάρια και άλλα σχήματα.

Τα γιλέκα ήταν «αμάνικα», δηλαδή χωρίς μανίκι αλλά υπήρχαν και γιλέκα με μανίκι, τα λεγόμενα «μανικωτά».  Υπήρχαν διάφορα χρώματα και διάφορα υφάσματα με τεράστια ποικιλία.

Στο κεφάλι μπορούσαν να φορέσουν φέσι και κάποτε, ιδιαίτερα στην καθημερινή στολήκ, προσθέτανε  ένα μαντήλι δεμένο στο πλάι.

Ζώστρα:  Λεγόταν και «ζωνάριν».  Η ονομασία προέρχεται από το αρχαίο ζωστήρ. Ήταν μια λωρίδα μάλλινη, συνήθως χρώματος μαύρου με ρίγες κόκκινες στην άκρια,  πλάτος περίπου είκοσι (20) πόντους και μάκρος 8-10 πόδια  με υφαντό κλώσι στις στενές άκριες και την τύλιγαν γύρω από τη μέση, για να σκεπάζονται τα κορδόνια  και η σούρες από τη «βρακοθηλιά»,  αλλά και για καλή εμφάνιση.

Τις παλαιότερες εποχές όταν κάποιος άφηνε τη ζώστρα του να σέρνεται, θεωρείτο  ένδειξη ότι προκαλούσε σε καυγά.  Εξίσου και η φράση «έσυρεν την ζώστραν του τούτος» που σημαίνει ότι είναι έτοιμος για καυγά.  Αν ο άλλος δεχόταν την πρόκληση έλεγε σε εκείνον που προκαλούσε: «πκιάσε πάνω στην ζώστρα σου».

Στο ζωνάρι ή ζώστρα έδεναν πλεκτό «πουντζίν» (πουγκί – πορτοφόλι) ή έκρυβαν αγοραστό πουγκί,  όπως και το μαχαίρι τους (τσιακκούδιν).

Το χρώμα μαύρο, ήταν το πιο συνηθισμένο επί τουρκοκρατίας, διότι δεν επιτρεπόταν στους ραγιάδες η χρήση διαφόρων χρωμάτων, διότι η χρήση χρωμάτων  ήταν σύμβολα κοινωνικών τάξεων ή και αξιωμάτων.  Ωστόσο η ζώστρα μπορούσε να είναι σε  αρκετές περιπτώσεις κόκκινη ή και άλλων χρωμάτων.

 Κάλτσες ή κάλτσες: Οι περισσότεροι φορούσαν μόνο το χειμώνα και πολύ λίγοι φορούσαν  ολόχρονα και μόνο μαύρες που έφθαναν μέχρι το γόνατο. Ορισμένοι φορούσαν κάλτσες μάλλινες από μαλλιά προβάτου που τις έφτιαχναν με σμίλες οι γυναίκες τους.

Το σώβρακο  φοριόταν από μέσα.  Ήταν όπως τη βράκα αλλά ήταν άσπρο όπως και η φανέλα, από ρούχο βαμβακερό ή κάποτ.  Το σώβρακο έφθανε έως το γόνατο και στην άκρη μπορούσε να έχει δέματα που τα έδεναν γύρω από το γόνατο.   Ήταν σαν μόδα σε κάποια εποχή να φαίνεται η άκρη του σώβρακου 1-2 πόντους μακρύτερο από τη βράκα.

Ποδίνες: Οι βοσκοί και πολλοί γεωργοί φορούσαν τσαγγαροποδίνεςΟι τσαγκαροποδίνες από κάτω είχαν σιδερένια καρφιά που ονομάζονταν «ρίζες».   Εξόν και η ονομασία και ριζοποίνες ή εξηντάριζες.  Οι «ρίζες»τοποθετούνταν στο μπροστινό μέρος της τσαγγαροποδίνας.  Στο πίσω μέρος, στη φτέρνα, σε σχήμα πετάλου τοποθετούσαν σιδερένια καρφιά που τα ονόμαζαν «πλατάνα».  Σε κάποιες τοποθετούσαν σιδερένιες πρόκες  από κάτω της σόλας της ποδίνας.   Οι πρόκες ήταν χοντρές, τοποθετούνταν από κάτω και ήταν πολύ βαριές.  Οι ποδίνες  κατασκευάζονταν από δέρμα αίγιας ή τράγου.  Το ράψιμο των ποδίνων γινόταν με κερωμένη τρίχα γουρουνιού.  Τις τσαγγαροποδίνες τις γύριζαν από το μέσα μέρος του δέρματος, στο ύψος περίπου κάτω από το γόνατο και τις έδιναν με ράμμα από τρίχα γουρουνιού. Αυτό ονομαζόταν και «ποϊνόραμμαν» ή «μαντρικαύλιν». Το πολύ δυνατό και γερό δέσιμο το έλεγαν χαρακτηριστικά και «μαντρικαύλιασμαν».

Πρέπει να αναφέρουμε  ότι δεν υπήρχε αριστερή και δεξιά τσαγκαροποδίνα, αλλά μπορούσαν να τις φορέσουν και ταίριαζε σε οποιονδήποτε πόδι.

 Άλλοι φορούσαν σκάρπες, παπούτσια χοντρά και κοφτά χωρίς δέματα (κορδόνια) και τα οποία ήταν χαμηλά παπούτσια που έφταναν μέχρι τον αστράγαλο. Οι πιο πλούσιοι και επίσημοι φορούσαν τις εισαγόμενες φράγκικες ποδίνες (φραγκοποδίνες) που ήταν από δέρμα και μπογιατίζονταν.

Αυτές φορούν σήμερα τα μέλη των χορευτικών συγκροτημάτων.

Ένα άλλο είδος χαμηλού παπουτσιού επιτόπιας κατασκευής τις παλαιότερες εποχές ήταν το λεγόμενο «γεμενίν».

Ο κατασκευαστής των υποδημάτων όπως των τσαγγαροποδίνων,  λεγόταν «τσαγγάρης» ενώ ο κατασκευαστής των υποδημάτων χαμηλών υποδημάτων (σκάρπες) ονομαζόταν «σκαρπάρης».  Το επάγγελμα λεγόταν «σκαρπαριτζιή» ενώ το μαγαζί «σκαρπάρικον». Υπήρχαν τεχνίτες που έκαναν και τις δύο δουλειές, δηλαδή και σκάρπες και ποδίνες και επιδιόρθωναν επίσης τα υποδήματα.

Για να βγάζουν οι χωρικοί εύκολα τις ποδίνες τους κατασκεύασαν τον «μισταρκόν», το οποίο ήταν ξύλινο κατασκεύασμα, διχαλωτό, που στο πίσω μέρος είχε το σχήμα της φτέρνας, σαν διχάλι.  Τοποθετούσαν εκεί την ποδίνα τους, στο διχάλι. Την πατούσαν με το άλλο πόδι, την τραβούσαν και έβγαινε με ευκολία το πόδι από την ποδίνα.  Η ποδίνα έμενε στο διχάλι. Μισταρκός λεγόταν το άτομο που δούλευε σε ξένη περιουσία σαν υπηρέτης και εκτελούσε χειρονακτικές δουλειές.  Η λέξη μισταρκός  πιθανόν να προέρχεται από αρχ. Μίσθαρνος (μισθός και αργός), δηλαδή αυτός που ζει με το μισθό του. «Μιστάρκιν» σήμαινε μικρό και ευκαταφρόνητο μισθό.

Αυτός που φορούσε ποδίνες ονομαζόταν «ποϊνάς». Από εδώ και η παροιμία:

«εδώσαν του χωρκάτη θάρρος τζιαι εμπήκεν με τες ποίνες μες το κρεββάτιν»

«Ποϊνάς» ονομαζόταν και το κριάρι που το πίσω του πόδι ή και τα δυο πόδια ήταν μαύρα.

Επανωφόρι ή πανωφόρι ή παλτό:  Παλιά είχε κάτι πολύ χοντρά πανωφόρια, τα έφερναν οι Εγγλέζοι, αλλά τα ονόμαζαν απόττους.

Καπέλα: Φορούσαν ορισμένοι και το έλεγαν κασκέτο ή κάσκα.   Ήταν από ύφασμα κασμίρι με φόδρα από μέσα.  Στα χωριά έβαζαν κουρούκλα μαύρη, άλλοι φορούσαν καπέλο ψάθινο.  Ελάχιστοι φορούσαν κάσκα ή ρεπούμπλικα.  Το καπέλο  ήταν ένα συμπλήρωμα στην κυπριακή ενδυμασία.  Το χειμώνα  στην δουλειά φορούσαν μάλλινο σκουφί.   Πλατύτερα καπέλα που τα κατασκεύαζαν με φύλλα φοινικιάς ονομάζονταν «ασσιάγια».

Τα κοσμήματα:   που συνόδευαν την αντρική ενδυμασία είναι το ρολόι, η αλυσίδα και τα δακτυλίδια κυρίως, από αυτούς που ήταν σε οικονομική κατάσταση να αγοράσουν.

Στην κεφαλή, πριν την βρετανική κατοχή, φορούσαν υποχρεωτικά το φέσι.  Κάτω από  το κεφάλι έβαζαν βαμβακερό σκουφί για να συγκρατεί τον ιδρώτα.  Οι άντρες συνήθως έκαναν χωρίστρα τα μαύρα μαλλιά τους  στην μια πλευρά.  Επειδή του περισσότερους Κύπριους τα μαλλιά τους ήταν σγουρά, τα ονόμαζαν «καραολιά» (σγουρά όπως  ο σαλίγκαρος – καραόλος).  Το σγουρό ήταν της μόδας τότε και σε όσους τα μαλλιά δεν ήταν σγουρά το κτένιζαν με τρόπο τέτοιο που να σγουρώνουν.

Ο Κύπριος την παλιά εποχή είχε πάντα σχεδόν μουστάκι (μουστάτζιην).  Το μουστάτζιην ήταν το σήμα κατατεθέν για τους άντρες και ιδιαίτερα τους νέους. Όποιος δεν είχε μουστάκι, ίσως και να αμφισβητείτο ο ανδρισμός του.

Οι παραδοσιακές φορεσιές καταργήθηκαν οριστικά στα τέλη του 19ου αιώνα, αρχές του 20ου.

Μελέτη – Κείμενο: Αντώνης Λαζάρου